- μπρίκ
- το άκλ. красная икра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπρικ — το άκλ. 1. το κόκκινο χαβιάρι από τα αβγά τού ψαριού σολομός 2. ως επίθ. κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brick «τούβλο». Το είδος ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek